- τοποφοβία
- η, Ν(ψυχολ.) παθολογικός φόβος για ορισμένους τόπους, συνήθως ανοιχτούς χώρους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. topophobie (< τόπος + -φοβία < -φοβος < φόβος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek